σύμπλοκα

σύμπλοκα
σύμπλοκος
entwined
neut nom/voc/acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • συμπλοκάς — συμπλοκά̱ς , συμπλοκή intertwining fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… …   Dictionary of Greek

  • άλατα — Στη χημική ορολογία ορίζονται ως ά. χημικές ενώσεις, που το μόριό τους αποτελείται από μέταλλο και από αλατογονικό υπόλειμμα ενός οξέος, δηλαδή από ό,τι μένει όταν από το μόριο ενός οξέος αφαιρεθεί το υδρογόνο. Για να διασαφηνιστεί η σύσταση… …   Dictionary of Greek

  • σύμπλοκος — η, ο / σύμπλοκος, ον, ΝΜΑ [συμπλέκω] νεοελλ. 1. το αρσ. ως ουσ. ο σύμπλοκος γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια συμπλοκίδες 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα σύμπλοκα α) βιολ. κυτταροπλασματικοί ή αυτοσωματικοί παράγοντες… …   Dictionary of Greek

  • απτοσφαιρίνη — Σφαιρίνη του αίματος και πιο συγκεκριμένα μέρος του α2, σφαιρινικού κλάσματος του ορού του αίματος. Έχει την ιδιότητα να συνδέεται με ελεύθερη αιμοσφαιρίνη κατά τρόπο εντελώς εξειδικευμένο, όπως δηλαδή τα αντιγόνα με τα αντισώματα, παρότι τα… …   Dictionary of Greek

  • ηλεκτροχημεία — Το τμήμα της χημείας (ή ακριβέστερα της φυσικοχημείας) που αφορά τη χημική και ηλεκτρική συμπεριφορά των ηλεκτρολυτικών διαλυμάτων (βλ. λ. ηλεκτρόλυση). Πιο γενικά, στον όρο η. συμπεριλαμβάνονται όλες οι αντιδράσεις μεταξύ χημικής και ηλεκτρικής… …   Dictionary of Greek

  • κάδμιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cd. Ανήκει στη δεύτερη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 48, ατομική μάζα 112,41 και οκτώ σταθερά ισότοπα. Το παρατήρησε για πρώτη φορά το 1817 ο Γερμανός χημικός Στρόμεγιερ (1776 1835) στον… …   Dictionary of Greek

  • κινόνες — Ομάδα αρωματικών (κυκλικών) δικετονών, στις οποίες τα άτομα του άνθρακα των καρβονυλικών ομάδων αποτελούν μέρος του αρωματικού δακτυλίου. Προέρχονται από το βενζόλιο και τα παράγωγά του, με αντικατάσταση δύο ατόμων υδρογόνου από δύο άτομα… …   Dictionary of Greek

  • κοβάλτιο — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Co. Ανήκει στη δεύτερη υποομάδα της όγδοης ομάδας του περιοδικού συστήματος, με ατομικό αριθμό 27, ατομική μάζα 58,93 και σημείο τήξης 1.495°C. Έχει μόνο ένα σταθερό ισότοπο. Στον γήινο φλοιό, το κ. βρίσκεται σε πολλά… …   Dictionary of Greek

  • κομπλεξόνες — οι χημ. συνοπτική εμπειρική ονομασία αζωτούχων οργανικών ενώσεων οι οποίες έχουν την ικανότητα να σχηματίζουν χημικά σύμπλοκα με μεγάλο αριθμό μεταλλοκατιόντων …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”